- πάμμουσος
- πάμμουσος, -ον (Α) πάρα πολύ εύμουσος, μουσικότατος («πάμμουσος ἁρμονία», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -μουσος (< μοῦσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάμμουσον — πάμμουσος all musical masc/fem acc sg πάμμουσος all musical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμούσου — πάμμουσος all musical masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμούσῳ — πάμμουσος all musical masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάμμουσοι — πάμμουσος all musical masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek